Το διάβασμα είναι μια πράξη προσωπική, που δεν επιδέχεται γενικεύσεις. Πραγματικά, η μοναδική εμπειρία που δημιουργείται ανάμεσα στο κείμενο και τον αναγνώστη, και που δίνει ένα συγκεκριμένο νόημα στο κείμενο, δεν είναι ακριβώς η ίδια και για έναν άλλο αναγνώστη.
Οι γνώσεις που διαθέτουμε σήμερα σχετικά με την πράξη της ανάγνωσης νομιμοποιούν μια παιδαγωγική προσέγγιση, προορισμένη να δώσει την όρεξη για διάβασμα στα παιδιά.

Ξέρουμε ότι το πέρασμα στο διάβασμα-απόλαυση δεν υποκινείται με τρόπο ορθολογικό. Δεν αρχίζουμε να διαβάζουμε ένα μυθιστόρημα, μια νουβέλα, ένα ποίημα, επειδή ψάχνουμε μια συγκεκριμένη απάντηση σ’ ένα συγκεκριμένο πρόβλημα. Απεναντίας, όταν έχουμε ήδη βιώσει το διάβασμα ως διάλογο ανάμεσα στη φαντασία και το κείμενο, η ανάγνωση καταντά μανία. Καταβροχθίζουμε το βιβλίο, δεν καταφέρνουμε να βγούμε απ’ αυτό πριν το τελειώσουμε, έχουμε την εντύπωση πως πέσαμε σε παγίδα.
Ξέρουμε επίσης πως το διάβασμα μ’ αυτή του την έννοια είναι μια πράξη εσωτερική, που ασκούμε συνήθως απομονωμένοι στο δωμάτιό μας ή στο κρεβάτι μας, με το δικό μας ρυθμό -κάτι που ανήκει λοιπόν στην ιδιωτική μας ζωή.
Αυτό ακριβώς εννοούμε όταν μιλάμε για διάβασμα-απόλαυση, αφού η απόλαυση δεν είναι παρά ο τρόπος με τον οποίο νιώθουμε μια εκφράζουμε το γεγονός ότι ζήσαμε μέσα μας μια στιγμή φανταστικής ζωής, που, όσο διαρκούσε, έμοιαζε πιο αληθινή από την ίδια την πραγματικότητα.
Ποσλάνιεκ Κ. (1990) Να δώσουμε στα παιδιά την όρεξη για διάβασμα, Εκδόσεις Καστανιώτη